- αποστακτήριο(ν)
- τό1) место, где производится дистилляция; 2) см. αποστακτήρας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστακτήριος — α, ο 1. ο χρήσιμος για απόσταξη 2. το ουδ. ως ουσ. το αποστακτήριο χώρος όπου γίνονται αποστάξεις … Dictionary of Greek